- αετοράχη
- και αϊτοράχη, ηαπόκρημνη βουνοπλαγιά, προσιτή μόνο σε αετούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αετοράχη — αετοράχη, η και αϊτοράχη, η απόγκρεμνη ράχη ψηλού βουνού όπου μπορούν να πλησιάσουν μονάχα αϊτοί: Απόρησαν κι οι ίδιοι πώς είχαν σκαρφαλώσει σε μια τέτοια αϊτοράχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek